πορτοκαλεώνας

πορτοκαλεώνας
ο, Ν
έκταση με πολλές πορτοκαλιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορτοκαλέα + επίθημα -ών(ας) (πρβλ. ελαι-ών[ας])].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμυγδαλεώνας — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 1.697 κάτ.) του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλίππων. * * * και αμυγδαλιώνας και μυγδαλιώνας, ο τόπος κατάφυτος από αμυγδαλιές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμυγδαλεώνας < αμυγδαλέα (πρβλ. πορτοκαλέα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”